-
1 багажный
багажный: \багажныйое отделение το τμήμα αποσκευών \багажныйая квитанция η απόδειξη ( αποσκευών)* * *бага́жное отделе́ние — το τμήμα αποσκευών
бага́жная квита́нция — η απόδειξη (αποσκευών)
-
2 багажный
επ.των αποσκευών•багажный вагон βαγόνι αποσκευών.
-
3 багажный
багаж||ныйприл σκευοφόρος, τῶν ἀποσκευών:\багажныйный вагон ἡ σκευοφόρος, τό βαγόνι ἀποσκευῶν. -
4 вагон
το (σιδηροδρομικό) όχημαразг. το βαγόνι (ξεν.)пассажирский - επιβατικό/επιβατηγό -саморазгружающийся - αυτοεκφορτιζόμενο/ανατρεπόμενο -спальный - η κλινάμαξα, το βαγκόν-λι (ξεν.)товарный - φορτηγό/εμπορικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вагон
-
5 вагон
вагонм τό βαγόνι[ον], τό ὀχημα:спальный \вагон ἡ κλινάμαξα, τό βαγκόν-λί, βαγόνι ὑπνου; мягкий \вагон βαγόνι πρώτης θέσεως; жесткий \вагон βαγόνι τρίτης θέσεως; пассажирский \вагон τό ἐπιβατικό βαγόνι; багажный \вагон τό βαγόνι ἀποσκευών, ἡ σκευοφόρος; почтовый \вагон τό ταχυδρομικό βαγόνι; товарный \вагон τό φορτηγό βαγόνι; \вагон-рестора́н τό βαγκόν ρεστωράν, τό βαγόνι ἐστιατόριο; цельнометаллический \вагон βαγόνι ὀλομέταλλο.